- ξανθότητα
- ηη ιδιότητα του ξανθού, το ξανθό χρώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξανθότητα — η (Α ξανθότης, ητος) [ξανθός] η ιδιότητα τού ξανθού, το ξανθό χρώμα, ιδίως τών μαλλιών («τὰ πέραν τοῡ Ῥήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῡ Κελτικοῡ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τής ἀγριότητος και τής ξανθότητος», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Ξανθότητα — Ξανθότης yellowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθότητα — ξανθότης yellowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EDOM — I. EDOM regio in tribu Iuda, quae et Idumaea, 1 Reg. c. x 1. v. 14. Isai. c. 34. v. 6. ab Edom, h. e. Esau dicta. Ioseph. Antiqq. l. 2. τὴν δὲ χώραν οὕτως προσηγόρευϚεν. Ε῞λληνες δ᾿ ἐπὶ τὸ σεμνότερον λ δουμαίαν ὠνόμασαν. Undiquaque munita… … Hofmann J. Lexicon universale